Το ωραιότερο πάντως σ’ εκείνη την πόλη ήταν σίγουρα η πόλη η ίδια. Όλως δικαίως οι πρώτοι δυτικοί περιηγητές την χαρακτήρισαν το Κάμελοτ της Αφρικής· αφού περιδιαβαίνοντάς την, δεν σού ξυπνούσε άλλη θύμηση παρά εικόνες από κάποιο ιστορικό βιβλίο, ή επική ταινία εποχής, ή μεσαιωνικό παραμύθι. Πολύ εύκολα μπορεί κανείς να ξεχάσει σε ποιον αιώνα ζει περπατώντας ανάμεσα στα ιστορικά συγκροτήματα του Γκόνταρ. Κάστρα και παλάτια πέτρινα σε πράσινα λιβάδια· τείχη ογκώδη με μυτερές επάλξεις και καλυμμένα με πυκνά, σκουροπράσινα βρύα· πύργοι στρόγγυλοι και θολοσκέπαστοι να ατενίζουν τα πεδία από τις κορυφές των λόφων· υψηλές, ετοιμόρροπες αψίδες να μαρτυρούν την παρακμή εν εξελίξει· μονοστεκούμενες κολόνες να μαρτυρούν την προχωρημένη παρακμή· κλίμακες και δαιδαλώδεις στοές· παμπάλαια πέτρινα εκκλησάκια κρυμμένα μέσα σε δασύλλια με θηριώδη δένδρα… όλες αυτές και άλλες πολλές παραστάσεις να διεγείρουν στην ψυχή σου εντυπώσεις ενός κόσμου μυθικού, ονειρικού· ενός κόσμου που κάποια μελλοντική στιγμή θα σε κάνει να απορείς εάν ήταν όντως πραγματικός ή το αποκύημα ενός ζωηρού ονείρου κάποιας μαγεμένης νύχτας.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Και γύρω από όλα αυτά τα σημάδια μίας ιστορίας αρχαίας, η ανθρωπότητα επιμένει και συνεχίζει το ταξίδι της στον χρόνο. Κόσμος πολύς πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα πέτρινα ερείπια, χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα για την παρουσία των· και χωρίς να συλλογίζεται την σημασία των, ή εάν έχουν κάποια σημασία. Κι άλλος κόσμος πολύς καταφτάνει από τα πέρατα της υδρογείου για να τα θαυμάσει, πλάθοντας ο καθείς την δική του προσωπική σημασία για αυτά· ή απλά τα κοιτάζει απαθής, χωρίς να ευρίσκει κάποια σημασία. Παιδιά μικρά παίζουν τώρα ποδόσφαιρο κάτω από τα αρχαία τείχη και σχηματίζουν τις παρθενικές των αντιλήψεις για τον κόσμο και την ύπαρξη. Πολυάριθμες οικογένειες φροντίζουν τα σπιτικά των ανά τις ρύμες της πόλης και τις λοφοπλαγιές ανάγυρα, μεριμνώντας για την συνέχιση του πολιτισμού γενεά την γενεά.
Με αυτά, με εκείνα και με άλλα, παρήλθαν σιγά-σιγά οι λίγες ημέρες της παραμονής μου και σ’ εκείνη την πόλη, που από άποψη αισθητικής και γραφικότητας, θα μπορούσα άνετα να πω πως ήταν και η ωραιότερη που απάντησα σε όλη την ήπειρο. Έτσι, μία ακόμη σκοτεινή αφρικανική νύχτα, με έναν νέο μου φίλο εκ Σκωτίας, που οι δρόμοι μας έτυχε να συμπέσουν, διαβαίναμε τις αφώτιστες οδούς του Γκόνταρ με προορισμό τον λεωφορειακό του σταθμό.
Συνωστισμός μεγάλος επικρατούσε στον σταθμό εκείνο το χάραμα. Η μοναδική του πύλη ήταν ακόμη αλυσιδωμένη και χώριζε το συγκεντρωμένο ανθρωπομάνι από έναν ολόκληρο στόλο μικρολεωφορείων, που ετοιμάζονταν εντός προς αναχώρηση. Ένα μεγάλο μπουλούκι ανθρώπων είχε στριμωχθεί μπροστά στην πύλη, ώστε να είναι οι πρώτοι που θα εισέλθουν όταν τελικά αυτή ανοίξει. Οι υπόλοιποι είχαν σκορπίσει από-‘δώ-κι-από-‘κεί, και κυρίως γύρω από τους πολυάριθμους πάγκους που προσέφεραν καφέ, τσάι, και λογιών-λογιών φαγητά, με τις σχάρες να δουλεύουν ασταμάτητα. Σε έναν από αυτούς ευρεθήκαμε κι εμείς τελικά, και μετά από αρκετή αναμονή και σπρωξίδι, καταφέραμε να παραγγείλουμε το πρωινό μας ― το οποίο εννοείται προσπάθησαν να μας χρεώσουν εις δεκαπλούν· εξίσου όμως εννοείται πως δεν ενδώσαμε και πήραν τα…
Με-τα-πολλά, κατά το πρωτορόδισμα του ουρανού, άνοιξε η πύλη και μοναστραπίς τα ασκέρια προσόρμησαν μέσα κατά έναν τρόπο που θύμιζε άτακτη πολιορκία. Αφού περιμέναμε για λίγα λεπτά, μέχρι να ξεσπάσει η πρώτη έφοδος, πέσαμε κι εμείς στον αγώνα ηρωικά. Να μην πολυλογήσω τα της μάχης, κανα-μισάωρο μετά εξερχόμασταν του σταθμού αλώβητοι, επιβιβασμένοι σε ένα βανάκι με προορισμό την κωμόπολη Μετέμα, περί τα διακόσια χιλιόμετρα προς δυσμάς.