Κάπου δέκα μέρες θα έμεινα τελικά σε αυτήν την αφρικανική μεγαλοπολιτεία. Σε λίγο παραπάνω από έναν αιώνα από την ίδρυσή της, το 1899, η πόλη αυτή εξελίχθηκε σε ένα από τα σπουδαιότερα πληθυσμιακά και οικονομικά κέντρα της Αφρικανικής Ηπείρου. Ο κεντρικός της τομέας κατέχεται από πλατιές λεωφόρους, ουρανοξύστες, πολυτελή διαμερίσματα και βίλες, επιμελημένα πάρκα, και όλα αυτά που γενικά έχει μία πόλη στην οποία ρέει πολύ χρήμα. Έξω από τα όρια της οργανωμένης οικονομικής δραστηριότητας τώρα, ο τόπος κατέχεται από αχανείς, αδημογράφητες, και γενικά παραμελημένες παραγκουπόλεις. Εκατομμύρια ανθρωπίνων ψυχών παλεύουν εκεί καθημερινώς με την πενία, την πείνα, τις ασθένειες, και τo έγκλημα.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Το Ναϊρόμπι, παράλληλα με την ραγδαία οικονομική του ανάπτυξη, είναι περιβόητο για την εγκληματικότητά του. Στο πλάι των λατινοαμερικανικών και νοτιοαφρικανικών μεγαλουπόλεων, συγκαταλέγεται στις βιαιότερες πόλεις του κόσμου· έχοντας κερδίσει το παρωνύμιο Nairobbery. Φέρει επίσης ένα αρκετά πλούσιο ιστορικό τυφλού, θρησκοφονταμενταλιστικών καταβολών εγκλήματος. Ο κύριος όγκος της ασκούμενης βίας, ωστόσο, είναι φύσης οικονομικής. Ουδόλως σπάνια είναι τα περιστατικά φόνων με κίνητρο λίγα δολάρια.
Έτυχε να γνωρίσω προσωπικά έναν Βέλγο τύπο που έπεσε θύμα ληστείας εντός της αυλής του ξενοδοχείου όπου διέμενε, σε μία από τις θεωρούμενες ασφαλέστερες συνοικίες της πόλης. Κατά το σούρουπο, προτού ακόμη σκοτεινιάσει καλά-καλά, εκεί που μιλούσε στο τηλέφωνο, σε χρόνο μηδέν, σταμάτησε ένα αμάξι μπροστά στην πύλη του ξενοδοχείου. Με τον οδηγό να παραμένει σε θέση ετοιμότητας πίσω από το τιμόνι, κατέβηκαν οι τρεις επιβαίνοντες, και κολλώντας τού ένα πιστόλι στο μηνίγγι, αφαίρεσαν ό,τι έφερε πάνω τού, εκτός ― κυριολεκτικά ― από το σώβρακο και τις κάλτσες.
Πρωταίτιος της εγκληματικότητας είναι βεβαίως η ακραία φτώχεια. Αλλά στην διαιώνιση και εντατικοποίησή της συμβάλλουν καταλυτικά και οι αστυνομικές αρχές· αφού συνήθως η δωροδοκία των οργάνων με ένα κλάσμα των λεληστευμένων αρκεί για να αφεθεί κανείς επί τόπου ελεύθερος και για τα στυγερώτερα ακόμη των εγκλημάτων.
Εγώ, σε μια-δυο περιπτώσεις που ευρέθηκα χαμένος, κατάμονος, και μεθυσμένος να κυκλοφορώ μεσονυχτιάτικα σε κάποιες άγνωστες συνοικίες της πόλης, για καλή μου τύχη ― και λόγω της γενικής μου πρόνοιας σε τέτοιες περιπτώσεις: να μην στοχοποιούμαι φέροντας πάνω μού οτιδήποτε άλλο εκτός από τα παλιά μου ρούχα ― δεν μπήκα σε σοβαρούς μπελάδες. Θυμάμαι ωστόσο σχετικά εναργώς το αίσθημα έντονης αμηχανίας που μού είχαν προκαλέσει τα συγκεντρωμένα πάνω μου βλέμματα και η ήχηση βημάτων στο κατόπι μου, καθώς σουρωμένος περιδιάβαινα τα ρυπαρά και ζοφερά σοκάκια των παραγκογειτονιών. Κάποιες λίγες φορές, πάλι, που έτυχε να με προσεγγίσουν μυστήριοι τύποι σε τέτοιες ώρες, κατάφερα να την σκαπουλάρω με τρόπο· χειριζόμενος κάθε φορά την κατάσταση με την τακτική που θα έκρινα αποδοτικότερη: πότε λίγο τσαμπουκά παραπάνω… πότε λίγο δούλεμα… πότε τρεχάτε ποδαράκια μου…
Ένα βραδάκι πάλι, καθόμουν νηφάλιος και διαλογιζόμουν κάτω από ένα δένδρο σε ένα πάρκο στο κέντρο της πόλης. Εκεί, ενώ πλάκωνε το σκότος και ερήμωνε σταδιακά το πάρκο, με ξάμωσαν δυο πιτσιρίκοι. Δεν θα ήταν πάνω από δεκατριών χρονών. Τα ακάλυπτά των πρόσωπα και χέρια ήταν ολόγιομα χαρακιές, εγκαύματα, και διαστίξεις που μαρτυρούσαν πως είχαν περάσει στην φυλακή πολλά από τα λίγα των χρόνια. Ο καθείς κρατούσε από ένα πλαστικό μπουκαλάκι που εμπεριείχε μία κιτρινωπή, κολλώδη ουσία. Ανά τακτά διαστήματα έφερναν το στόμιο του μπουκαλιού στα χείλη και εισέπνεαν τις αναθυμιάσεις για να την ακούσουν. Δεν γνωρίζω τι ακριβώς μπορεί να ήταν δαύτο, αλλά τους κατέστελλε παντελώς· φυσίγγια διασποράς τα χαμίνια σού λέω. Κρίνοντας από την μαστούρα των, που θύμιζε σισάκιδες στην Οδό Τοσίτσα, πρέπει να εμπεριείχε κάποια ισχυρή τοξική ουσία, όπως χλωρίνη ή υγρά μπαταρίας.
Την έπεσαν κατάχαμα αποδίπλα μού και πήραν να παρατηρούν τις τσέπες μου, προσπαθώντας να διακρίνουν εάν περιέχουν τίποτε. Ήταν τελείως αφούσκωτες, πλην μίας στην οποία φύλαγα το τσιγαροπακέτο και τον αναπτήρα μου· που ήταν πράγματι και τα μοναδικά αντικείμενα που κουβαλούσα. Αφού με θεώρησαν φιλόπονα για ένα διάστημα που θα διήρκεσε ίσαμε μισό λεπτό, πήρε το ένα τον λόγο, και σε σπαστά αγγλικά, μού γύρευσε χρήματα. Αφότου τον πληροφόρησα πειστικά ότι δεν έχω, μού γύρευσε τσιγάρο, γνέφοντας ταυτόχρονα στην φουσκωμένη μου τσέπη. Έβγαλα τότε τρία τσιγάρα. Τών έδωσα από ένα, και άναψα άλλο ένα και ο ίδιος.
Μείναμε τότε και οι τρεις να φουμάρουμε, θεωρώντας σιωπηλοί ο ένας τον άλλον. Με ξάνοιγαν αυτοί κάπως περιπλεγμένοι με τα γλαρωμένα των μάτια. Εξιχνίαζα κι εγώ την αθωότητα που υπελάνθανε στις δυναστευμένες των ψυχές· πίσω από το ναρκωμένο πέπλο που κάλυπτε τις ίριδές των. Πήραμε τότε με τον έναν ― αυτόν που μού είχε μιλήσει πριν και καθόταν σιμότερά μού ― να αλληλοκοιταζόμαστε επίμονα, βαθιά μέσα στις κόρες ο ένας του άλλου. Κάθε στιγμή που περνούσε, παρατηρούσα πώς η βλοσυρότητα που γενικά χαρακτήριζε την φυσιογνωμία του αντικαθίστατο από την αδολότητα και αβγαλτότητα που ταίριαζε στην ηλικία του. Βαθιά στο βλέμμα του, προσέλαβε η νόησή μου ένα ανεπαίσθητο, αγαθό μειδίαμα που έκανε να εκφέρει η ψυχή του, αλλά καταπίεσαν οι μύες του προσώπου του. Δεν μπόρεσα τότε να τιθασεύσω την συγκίνηση που με συνεπήρε, και την εξέφρασα με ένα πλατύ χαμόγελο. Δεν ξέρω τι συναίσθημα να βίωσε ο πιτσιρίκος, αλλά ανταπέδωσε ένα μισόγελο που κράτησε μία στιγμή. Σαν να είχε ντραπεί, απέστρεψε μετά το βλέμμα του απότομα. Επαναστράφηκε τότε ξανά προς το μέρος μου, και μείναμε πάλι να κοιταζόμαστε, σοβαροί ως πρότερα, για κάμποσες ακόμη στιγμές, μέχρι που πήρα τον λόγο:
«How is life?»
«Life?… eee, good» μού έκανε αφού το σκέφτηκε λίγο, και χωρίς να αφήσει κάποιο συναίσθημα να χαραχθεί στην φυσιογνωμία του.
«It is good… alright. And how about you? How is life for you?» έκανα τότε του άλλου πιτσιρίκου.
«Eee, he speak not English» μού απεκρίθη ο ίδιος πάλι.
«Oh, I see, he does not. And where did you learn English?»
«Me was school before. Learn English there. Little… He, no school.»
«I see… When were you in school? How come you quit?»
«Before. Me school before… Little… Stop after.»
«Ok… Did you like school? Would you like to go again?»
Εκεί η συζήτηση έληξε… Με ξάνοιξε μόνο για λίγο· μία λάμψη έκανε να ξεφύγει από τα μάτια του, και κάποιες λέξεις από τα χείλη του… αλλά έσβησαν. Πέταξε τότε την γόπα, έφερε στα χείλη το μπουκαλάκι του, και πήρε να θωρεί το ύστατο φως, που από-στιγμή-σε-στιγμή θα έσβηνε κι αυτό από τον ουρανό. Ρούφηξα κι εγώ την τελευταία μου τζούρα, και σηκώθηκα να φύγω. Ένιωθα μία διακαή επιθυμία να μείνω να συζητήσω κιάλλο· αλλά είχα προσέξει πως είχαν όπλο μέσα στο σακίδιο που έσερναν, και δεν θα ένιωθα άνετα στην παρέα τών μετά την άφιξη της νύχτας.