Παίρνοντας τον ίδιο μακρύ δρόμο αντεστραμμένο, κατά το βραδάκι ήμουν πίσω στο πανδοχείο στο Καμπάλε. Πάλι σκόπευα να αναχωρήσω το αμεσότερο δυνατόν· μα και πάλι ανέβαλα την αναχώρηση λόγω μίας νέας εξόρμησης που προέκυψε. Γνώρισα στο πανδοχείο μία κοπέλα που είχε έλθει από Σουηδία για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τους Μπάτουα. Αυτοί είναι μία φυλή Πυγμαίων που μέχρι πρόσφατα ζούσαν γυμνοί και κυνηγούσαν αντιλόπες μέσα στην ζούγκλα του Μπουίντι. Αυτό μέχρι το 1991, οπόταν το ενδιαίτημά των ανεκηρύχθη προστατευόμενος εθνικός δρυμός από την κυβέρνηση της Ουγκάντας. Τότε τους εξόρισαν διά της βίας και τους παράτησαν κατάξερους απέξω. Δεν έλαβαν κανενός είδους αποζημίωση ― παρά τα εξακοσαδόλαρα που οι αρχές συλλέγουν κάθε χρόνο από χιλιάδες τουρίστες. Όσοι λίγοι εξ αυτών έχουν επιβιώσει, ζουν ως καταληψίες στις προσκείμενες του δάσους περιοχές, εγκαταλελειμμένοι στην πείνα και την αρρώστια.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Με προσκάλεσε το λοιπόν η σκηνοθέτις να έλθω παρέα σε ένα μπατουαχώρι που θα πήγαινε να μαγνητοσκοπήσει. Έτσι και μία ωραία πρωία ξεκινήσαμε προς τα εκεί. Ένας ταρίφας μας πήγε μέχρι την όχθη της Λίμνης Μπουνιόνι. Εκεί συναντηθήκαμε με τον βαρκάρη που θα μας περνούσε απέναντι και τον διερμηνέα. Τον τελευταίο τον ήξερα και από πιο πριν, από την πόλη. Ήταν μισός Μπούντου και μισός Μπάτουα. Εξού και γνώριζε αμφότερα τα αγγλικά και τα πυγμαίικα. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή που γνωριστήκαμε, είχαμε αναπτύξει ένα αίσθημα αμοιβαίας αντιπάθειας. Εγώ δεν τον πολυχώνευα διότι υποσυντηρούσε ένα ορφανοτροφείο και υπεξαιρούσε το πλείστον των παχυλών δωρεών που εισέρρεαν εξ Ευρώπης για ιδιοτελείς σκοπούς· αυτός πάλι, διότι δεν δώρισα φράγκο.
Τέλος πάντων, μπήκαμε στην βάρκα, και μετά από μία δίωρη, ευχάριστη πρωινή βαρκάδα, αποβιβαστήκαμε σε έναν μικρό, παρόχθιο οικισμό. Ο βαρκάρης εναπέμεινε εκεί να μας περιμένει, και οι υπόλοιποι τρεις πήραμε τον δρόμο δυτικά, προς τα σύνορα με την Ρουάντα. Μετά και από έναν ευχάριστο περίπατο που διήρκεσε καμμια-ώρα-δύο ακόμη, ευρεθήκαμε σε ένα λαγκάδι που στην απέναντι μεριά του άρχιζε η Ρουάντα. Ήμασταν κοντά στον προορισμό μας.
Πρώτα μας υποδέχθηκαν κάποια από τα παιδάκια του χωριού· τα πιο καπατσοσυνάτα μάλλον. Περπατούσαν αποδίπλα μάς με ανοιχτές παλάμες, ενώ επίμονα και επανειλημμένα πρόφεραν τις δύο λέξεις που γνώριζαν στα αγγλικά: «money» και «pen». Σε λίγο φάνηκε και ένας ενήλικος. Θα ήταν γύρω στα εξήντα, μαυροντυμένος και μαυροποδημένος, γύρω στο ένα-πενήντα ανάστημα, με μία κοντή γενειάδα. Ερχόταν από πέρα χοροπηδώντας και κραδαίνοντας την μαγκούρα του, ενώ ξεφώνιζε κάποιες στεντόρειες ιαχές. Μας προϋπάντησε, έκανε μεταβολή, και φωναχτός και χοροπηδηχτός, προπορεύτηκε προς το χωρίο. Στην αρχή τον είχα πάρει για τον τρελό του χωριού, αλλά τελικά, όταν πια ησύχασε, μας ενημέρωσε ο διερμηνέας πως μαζί μάς ευρισκόταν ο ίδιος, αυτοπροσώπως, η αυτού εξοχότης, βασιλεύς του πυγμαιοχωρίου τάδε (δεν το θυμάμαι το όνομα). Η συγκίνηση που δοκίμασα ήταν μεγάλη. Πρώτη φορά έβλεπα από κοντά έναν βασιλιά ― εκτός από γύφτο.
Ανηφορίσαμε και λίγο μία πλαγιά, και φτάσαμε στο χωριό. Αυτό απαρτιζόταν από σκόρπια, μεγέθους κοτετσιού, αχυρένια σπιτάκια· και σε μία περίοπτη θέση, ένα πήλινο παράπηγμα, ενάμισι μέτρο στο ταβάνι, που ήταν τα ανάκτορα. Ο πληθυσμός συνίστατο από τον βασιλιά, δυο-τρείς ακόμη ενηλίκους άνδρες και μία γυναίκα του καθενός (επί των οποίων ο βασιλιάς είχε υπέρτατη κυριότητα), καμμια-εικοσαριά γυναίκες τους βασιλιά αποκλειστικές, και τα παιδιά των: μπόλικα αγόρια και μπόλικα κορίτσια. Από τα κορίτσια αυτά, φαντάζομαι, τα μεγαλύτερα πρέπει να ήταν συγχρόνως και κόρες και σύζυγοι του βασιλιά· ενώ τα μικρότερα, και εγγονές και κόρες και μέλλουσες σύζυγοι συνάμα. Με άλλα λόγια, εάν τούτο ήταν δυσνόητο, ο βασιλιάς αυτός είχε την απόλυτη επικυριαρχία (υπό καθεμία έννοια) εφ’ όλων των θηλυκών του χωριού· και ήταν ο άμεσος γεννήτορας της πλειονότητας αυτών. Αξιοσημείωτο είναι πως η οικογενειακή δομή αυτών των ανθρώπων δεν διέφερε σε τίποτε σημαντικό από εκείνη των γοριλών, με τους οποίους είχαν μοιραστεί την ίδια ζούγκλα για… ποιος ξέρει πόσες γενεές.
Συναθροίστηκαν όλοι οι χωριανοί και εκτέλεσαν μία χορευτική παράσταση που φαίνεται συνηθίζουν να παρουσιάζουν ― με το αζημίωτο φυσικά ― στους εκάστοτε λευκούς επισκέπτες. Αφού τελείωσαν με τους χορούς και τα τραγούδια, θέλησε η Σουηδέζα να πάρει συνέντευξη του βασιλιά. Αυτός τσίνιξε λιγάκι ― διότι μάλλον ήταν συνηθισμένος να χορεύει, να πληρώνεται, και να τους διώχνει ― αλλά τελικά κάθισε. Έλεγε διάφορα ενδιαφέροντα: για το πώς τους κυνήγησαν και τους έβγαλαν έξω οι στρατιώτες με τα ελικόπτερα· για τις διάφορες κακοτοπιές και δυσκολίες που πέρασαν, και ακόμη περνούν, όλα αυτά τα χρόνια… Το highlight πάντως της όλης συνέντευξης ήταν όταν τον ρώτησε πώς φαντάζεται την ζωή των στο μέλλον, τι όνειρα κάνουν, κ.τ.λ… «Να» λέει, «εγώ, σαν βασιλιάς, αυτό που θέλω είναι να μείνω εδώ, και να έρχονται λευκοί να μού δίνουν λεφτά, έτσι ώστε να πηγαίνω στο μπαρ να πίνω, και να στέλνω και τις γυναίκες μου να μού φέρνουν φαγητό.»
Μετά από λίγο άρχισε να τσινάει εκ νέου να φύγουμε· το ίδιο και ο διερμηνέας. Πήραμε λοιπόν τον δρόμο της επιστροφής, και απογευματάκι, ήμασταν πίσω στον παρόχθιο οικισμό όπου μας περίμενε ο βαρκάρης. Με-το-που φτάσαμε εκεί όμως ― κι εκείνη την στιγμή ακριβώς ― αποφάσισε ο ουρανός να χέσει τα έντερά του. Τρέξαμε κάτω από ένα υπόστεγο στην αυλή μίας καλύβας. Άμεσα κατέφτασαν και πολλοί χωρικοί για να μας κάνουν χάζι και τράκα. Είπαμε να μείνουμε εκεί μέχρι να κόψει η καταιγίδα· αλλά σύντομα άρχισαν, ο βαρκάρης και ο διερμηνέας, να μας πιέζουν να φύγουμε αμέσως… Πού να πάμε που δεν είχαμε ούτε έναν μουσαμά στην βάρκα!
Κάπου εκεί άρχισαν τα αμοιβαία μας αισθήματα με τον διερμηνέα να βρίσκουν εκφραστική διέξοδο. Δεσμευτήκαμε σε μία λογομαχία που γινόταν όλο-και δριμύτερη. Παρά-τρίχα να πιανόμασταν στα χέρια, εάν τελικά δεν συμμορφωνόταν, όταν με έκανε να χάσω την ψυχραιμία μου και να τού κολλήσω κατακούτελα, ξέφρενα φωνάζοντάς τού να το βουλώσει και άλλα τέτοια. Αυτή μου η αντίδραση προκάλεσε ένα ξέσπασμα ξετρελαμένων ζητωκραυγών και γιουχαϊσμάτων από το συγκεντρωμένο παιδικό πλήθος. Αφού το θυμικό μου επεισόδιο πήρε τέλος, έμεινε για κάμποσες στιγμές κοκκαλωμένος, σιωπηλός, και αμήχανος να ξανοίγει την βροχή. Τότε ξεπετάγεται πάλι σαν την… (ξέρετε), και κάνει του βαρκάρη: «Πάμε να φύγουμε! Θα τους αφήσουμε εδώ! Θα σε πληρώσω εγώ!» (τα ναύλα). Μού αναζωπύρωσε κι εμέ το θυμικό, και τού κάνω: «Άντε ρε πάγαινε! Θα γυρίσω με τα πόδια! Σύρε ρε… κ.τ.λ.» Τελικά δεν πήγε πουθενά ο μαλάκας. Μόνο αφότου πέρασε η μπόρα μπαρκάραμε, και κατά το βραδάκι ήμασταν πίσω στο πανδοχείο στο Καμπάλε.