Δεν το είχα εξ αρχής σκοπό να καθίσω στο Καμπάλε τόσο καιρό που τελικά κάθισα. Την ημέρα εκείνη που επέστρεψα εκεί από την λίμνη Μπουνιόνι, το πλάνο μου ήταν να μείνω για μια-δυο μέρες, έως ότου ανασυγκροτηθώ και προετοιμαστώ προς αναχώρηση για τον επόμενό μου προορισμό· τον οποίο είχα πια ορίσει ρητώς. Ωστόσο, λίγες ώρες μετά, το πλάνο αυτό είχε αλλάξει. Μία νέα ιδέα, περί έτι μίας συγκλονιστικής εξόρμησης, μού καρφώθηκε στο κεφάλι. Και η εξόρμηση αυτή προϋπέθετε την παράταση της παραμονής μου στην πόλη.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Μέχρι εκείνη την στιγμή, είχα σε αυτό το ταξίδι δει τέτοια πληθώρα και ποικιλία άγριας ζωής, που μία πιθανή επίσκεψη σε κάποιο από τα πολλά ζωοπάρκα της Ουγκάντας δεν με είχε συγκινήσει ιδιαίτερα. Ήταν όμως ένα πάρκο που έκανε την διαφορά. Ζούσε εκεί ένα ζώο μοναδικό, το οποίο δεν είχα ευτυχήσει να δω νωρίτερα. Και αυτό διότι δεν απαντάται σε κανένα από τα μέρη που είχα μέχρι τότε επισκεφτεί. Για την ακρίβεια, πρόκειται περί ζώου σπανιοτάτου που δεν απαντάται σε κανένα άλλο μέρος εκτός από αυτό που θα πήγαινα και ένα ακόμη στην ίδια περιοχή. Λίγες μόνο εκατοντάδες άτομα του είδους σώζονται σήμερα· έτσι και το μέλλον του θεωρείται εξαιρετικά αμφίβολο. Αυτή λοιπόν η ευκαιρία που είχα να το δω ήταν ανεπανάληπτη.
Η ιδέα να επισκεφτώ τους ορεινούς γορίλες δεν ήταν και τόσο νέα. Το πρωτοσκέφτηκα την ίδια σχεδόν στιγμή που πρωτοαποφάσισα να κινηθώ προς την Ρουάντα και την Ουγκάντα. Αναγκάστηκα όμως να την εγκαταλείψω στο βρεφικό της στάδιο, όταν ενημερώθηκα για το εξωφρενικό ποσό που στοιχίζει η άδεια: εξακόσια ολόκληρα δολάρια!
Το σκηνικό άλλαξε το μεσημέρι εκείνο που επέστρεψα στο Καμπάλε και άκουσα φήμες ότι παίζουν, λέει, στην πιάτσα, φθηνές μαυραγορίτικες άδειες. Βγήκα κι εγώ, το λοιπόν, την επομένη στην πόλη, και έπιασα το ρωτητό στην τύχη. Ρώτησα αποδώ, ρώτησα αποκεί· ηύρα στα πεντακόσια, ηύρα στα τετρακόσια… Βγήκα και την μεθεπομένη· ξαναρώτησα κι εδώ και ‘κεί και παρακεί· παζάρευσα… τριακόσια… διακόσια πενήντα… Εκεί το κλείσαμε το νταραβέρι. Ακόμη δεν το έλεγες φθηνό, αλλά δεν μπορούσα να ελπίζω για τίποτε καλύτερο.
Το πρόβλημα τώρα ήταν πως έπρεπε να βιαστώ. Όλες οι άδειες που εκδίδονται έχουν ισχύ μόνο για την αναγεγραμμένη πάνω τών ημερομηνία. Οπότε, εάν ήθελα να κάνω χρήση της δικής μου, έπρεπε να είμαι εκεί το επόμενο ξημέρωμα. Κόντευε να βραδιάσει ήδη, και δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το πώς να διανύσω τα εκατό περίπου χιλιόμετρα μέσω βουνών και ζούγκλας που χώριζαν την πόλη από το Εθνικό Πάρκο Μπουίντι. Σταμάτησα το πρώτο πικιπίκι που πέτυχα στον δρόμο, και άρχισα τις διαπραγματεύσεις. Για καλή μου τύχη έπεσα σε καλό και λογικό παιδί. Με-τα-πολλά, συμφωνήσαμε να με πάει, αλλά και να με φέρει πάλι πίσω αύριο, με μία δίκαιη και για τους δυο μας τιμή. Καβάλησα την σέλα, κάναμε και μία σύντομη στάση στο πανδοχείο να φορτώσω λίγα απαραίτητα, και πήραμε δρόμο.
Η ώρα εκείνη που αφήναμε τον ασφαλτόδρομο για να πάρουμε τα βουνά συνέπεσε με την ηλιοπτώση. Όλο-και μαγευτικότερη καθίστατο η θέα προς τις κοιλάδες και τα γειτονικά βουνά όσο παίρναμε ύψος· μέχρι που ο ήλιος ολοκλήρωσε την κάθετη βουτιά του πίσω από τις δυτικές κορυφογραμμές. Εντός ολίγων λεπτών, της θέας όλης την θέση είχε πάρει μία απέραντη μαυρίλα. Το σκότος έγινε έτι βαρύτερο, όταν επιπλέον χάσαμε και την θέα του ουρανού. Πορευόμασταν σε έναν στενό χωματόδρομο, που φάνταζε τώρα σήραγγα εντός της πυκνής ζούγκλας. Μόνο η φωτοδέσμη του φαναριού της μηχανής έκανε να διεισδύσει προς το βάθος της δασικής στοάς, αλλά εξέλειπε λίγα μόλις μέτρα μπροστά μάς, κατακράτως ηττημένη από το βάρβαρο, ομιχλιασμένο σκοτάδι. Ευτυχώς είχα πέσει σε συνετό οδηγό και κινούμασταν με ανεπαίσθητη ταχύτητα. Τίποτε δεν βλέπαμε, αλλά διαρκώς γρικούσαμε τα διάφορα κελαηδήματα, κρωξίματα, τιτιβίσματα, τερετίσματα, τσιτσιρίσματα, τσιουτσιουίσματα και κάθε λογής αλλόκοτα λαλήματα που εξέφεραν τα διάφορα άγνωστα τροπικοπούλια από τα έγκατα της οργιώδους, περιζωννυούσης βλάστησης.
Πάνω-κάτω ένα τετράωρο διήρκεσε εν τέλει το ταξίδι, και φτάσαμε στην Μπουχόμα: το τελευταίο πριν την είσοδο του πάρκου χωριουδάκι, λίγα χιλιόμετρα από τα κονγκολέζικα σύνορα, όπου και θα διανυκτερεύαμε απόψε. Βρήκαμε κατάλυμα σε ένα καπηλειό-μπιλιαρδάδικο-μπουρδέλο-ξενώνα. Σίγουρα, δεν ήταν το μέρος που θα επέλεγε κανείς να κάνει μήνα του μέλιτος, αλλά για μία νύχτα ήταν ό,τι πρέπει. Είχε και πολλή πλάκα προσέτι. Όλα τα χωριά του κόσμου έχουν θαρρώ τον τρελό των. Σ’ εκείνο το χωριό όμως, εάν έδινες σε έναν τον τίτλο, αναπότρεπτα θα αδικούσες όλους τους υπολοίπους. Αφού πέρασα λίγες φαιδρές ώρες πίνοντας μπύρες, παίζοντας μπιλιάρδο, και προσπαθώντας να συζητήσω με τους μεθοκόπους του χωριού, την έπεσα τελικά για ύπνο.
Κατά την χαραυγή ήμουν στην πύλη του Εθνικού Πάρκου Μπουίντι. Τελειώσαμε τα διαδικαστικά, και με ένωσαν με μία ομάδα που απετελείτο από ένα γκρουπάκι πεντ’-έξι τουριστών και τρεις κολαούζους. Οι τελευταίοι έφεραν ματσέτες για να ανοίγουν μονοπάτι, και πολυβόλα· που τα ήθελαν, λέει, για να μας προστατεύσουν από τυχόν επιθέσεις αγρίων ζώων ή Κονγκολέζων ανταρτών. Μάς εξέθεσε ο ένας ο τύπος το σχέδιο, και ξεκινήσαμε την πεζοπορία εντός της ζούγκλας.
Ο χρόνος που θα απαιτείτο έως ότου εντοπίσουμε τους γορίλες ήταν άγνωστος. Εξαρτάτο από το πόσο μακριά αυτοί θα ήταν. Προς το παρόν, μόνο κινούμασταν προς την κατεύθυνση όπου τους είχαν εύρει την προηγουμένη· ενώ αναμέναμε την ακριβή των τοποθεσία μέσω ασυρμάτου από τους ιχνηλάτες που μας είχαν προπορευθεί. Στην αρχή ανηφορίσαμε μία απότομη πλαγιά, και μετά κινούμασταν μπερδεμένα, πάνω-κάτω, κείθε-δώθε. Είχα αποπροσανατολιστεί τελείως. Η βλάστηση ήταν τόσο πυκνή που στα περισσότερα σημεία δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε ούτε βούλα ουρανού. Δυο-τρείς ώρες από το ξεκίνημα, κουδούνισε επιτέλους ο ασύρματος. Οι γορίλες απείχαν δέκα λεπτά δρόμο.
Ποτέ δεν είχα πίστη στην προέλευση του ανθρώπου από κάποιο θεόπλαστο, προπατορικό ζευγαράκι. Μα κι από-την-άλλη, δεν ήμουν και τόσο φανατικός οπαδός της Εξέλιξης. Την στιγμή εκείνη, όμως, που αντίκρισα αυτά τα πλάσματα, ένιωσα την άποψή μου να συντάσσεται στενότερα με του συγχωρεμένου του Δαρβίνου. Εντάξει, ήταν κάπως χοντροκομμένοι, και ατσούμπαλοι, και υπερβολικά τριχωτοί… εάν παραβλέψουμε ωστόσο αυτές και κάποιες ακόμη λεπτομέρειες, ήταν βασικά εκδοχές μας. Κάτι παρεμφερές πρέπει να σκέπτονταν και οι ίδιοι σαν μας κοιτούσαν. Θα μάς έριχναν μια-δυο περιεργαστικές ματιές, και σαν να καταλάβαιναν πως είμαστε συγγενείς, επέστρεφαν ασκότιστοι στις ασχολίες των, αδιαφορώντας πλήρως περί της παρουσίας μας.
Η οικογένειά των απετελείτο από έναν αρσενικό, πέντε θηλυκές, και τα κάμποσα μικρά των. Μία μητέρα καθόταν απορροφημένη σε κάποιον στοχασμό και έξυνε τον κρόταφό της με τον δείκτη του χεριού της. Ένα μωρό ήταν κουρνιασμένο στην αγκαλιά της και μας θεωρούσε απορημένο με τα αθώα κόκκινα ματάκια του. Μία άλλη την είχε πέσει ανάσκελα σε ένα ξέφωτο να χαίρεται τον ήλιο, ενώ ταυτόχρονα απέκοβε και μασουλούσε νωχελικά κάποιες τρυφερές φυλλοδεσμίδες. Πιο πέρα πετύχαμε και τον πατερφαμίλια τον ονόματι Κουνιόνι. Ο τύπος ήταν γιγάντιος. Θα είχε κάπου το διπλό μέγεθος από την κάθε του γυναίκα και θα ζύγιζε κοντά διακόσια κιλά. Γυρόφερνε ανέμελος, σταματώντας πού-και-πού σε διάφορα δένδρα και πόες να διαλέξει αγαπημένους μεζέδες. Σε μία φάση τον πλησίασε μία θηλυκή… Το τι επακολούθησε είναι ακατάλληλο για ανηλίκους· γι’ αυτό και το αφήνω στην φαντασία του καθενός.
Μιάμιση ώρα μας μουσαφίρευσε ο Κουνιόνης και η φαμελιά του εκείνο το πρωί. Ευτυχήσαμε να γίνουμε μάρτυρες πολλών μικρών ιστοριών της καθημερινότητάς των· μίας μόνο εκ των πολλών πανομοιότυπων, γαληνών καθημερινοτήτων που η οικογένεια αυτή, και οι ακαταμέτρητες προγονικές της, έχουν περάσει στην ίδια ζούγκλα. Ποιος να ξέρει άραγε… συλλογίστηκα. Ίσως εάν κάποιος εμός μακρινός πρόγονος δεν είχε αποφασίσει να σταθεί στα δύο και να εξερευνήσει τον κόσμο, ίσως κι εγώ να μασουλούσα τώρα φύλλα σε κάποια άλλη ζούγκλα· και τότε μάλλον πολλές γενεές θα είποντο ακόμη και αυτής του Κουνιόνι.