Η Αρούσα και οι κάτοικοί της είχαν πια ξυπνήσει για-τα-καλά, όταν αργότερα εκείνο το πρωί, προσέγγισά την πάλι. Θα ένιωθα ευτυχής εάν κοιμόνταν ακόμη λίγο· ώστε να μην χρειαζόταν να ξοδεύσω δεκαπλάσιο ή εικοσαπλάσιο χρόνο απότι το πρωί για να διασχίσω τους δρόμους της, που είχαν γίνει τώρα πήχτρα. Αυτοκίνητα, πικιπίκια, ποδήλατα, κάρα, πεζοί, αγελάδες, και διάφορα άλλα κινούμενα εμάχοντο για χώρο και διόδους μετακίνησης μέσα στην πόλη.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Έφτασα τελικά πίσω στο πανδοχείο και παρκάρησα το αμάξι για τελευταία φορά. Εκτός από την φίλη μου, εκείνη την ημέρα θα αποχαιρετούσα και το τογιοτάκι. Από-ώρα-σε-ώρα θα ερχόταν κάποιος γνωστός του ιδιοκτήτη του να το παραλάβει και να το φέρει πίσω στο Νταρ. Εγώ πάλι, θα έμενα απομόναχος, με δύο σάκους υπάρχοντα και τα δυο μου πόδια όχημα, εντός αυτής της άγνωστης πολιτείας· η οποία θα αποτελούσε σπίτι και βάση μου για το προσερχόμενο διάστημα.
Η Αρούσα είναι η πρωτεύουσα της ομώνυμης βορειοτανζανικής επαρχίας. Ο πληθυσμός της μετράει περί το μισό εκατομμύριο ανθρωπίνων ψυχών· και συντίθεται από ένα ετερογενές κράμα διαφόρων φυλών Μπάντου, Μασάι, Αράβων, Ινδών, και Ευρωπαίων. Aρκετοί Έλληνες επίσης εγκαταστάθηκαν εκεί την δεκαετία του 1920· όταν σε αυτούς και σε Βρετανούς εποίκους παραχωρήθηκαν τα αγροκτήματα που είχαν κατασχεθεί από τους απελαθέντας κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Γερμανούς αποίκους. Η ελληνική διασπορά, αριθμώντας χιλιάδες άτομα, αποτέλεσε εκεί την τρίτη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή κοινότητα για το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα. Οι περισσότεροι όμως εγκατέλειψαν την χώρα μετά την καθιέρωση του τανζανικού σοσιαλισμού. Ελάχιστοι έχουν απομείνει σήμερα.
Η πόλη αυτή, όντας έδρα της Κοινότητας Κρατών της Ανατολικής Αφρικής, θεωρείται επίσης σημαντικός διπλωματικός κόμβος. Διάφορα γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας έχουν εκεί λάβει χώρα· όπως π.χ. το πρόσφατο διεθνές ποινικό δικαστήριο κατά των γενοκτόνων της Ρουάντας.
Παρότι μεγάλη πόλη, προσαρμόστηκα στο κλίμα της ταχέως και άψογα. Ανεδίδετο και εκεί, στην όλη ατμόσφαιρα, το πνεύμα ανέμελης νηφαλιότητας που είχα ήδη αισθανθεί να διαχέει καθεμία από τις ανθρώπινες κοινωνίες που είχα επισκεφτεί σε αυτήν την χώρα. Πέρασα εκεί ειρηνικές ημέρες, εξερευνώντας τις γειτονιές και συγχρωτιζόμενος με τους ντόπιους. Προσπάθησα να διεισδύσω όσο πιο βαθιά μπορούσα στην ιδιοσυγκρασία αυτών των ανθρώπων, που τόσο με είχε εντυπωσιάσει. Και το κατάφερα αρκετά καλά πιστεύω. Έκανα φίλους καλούς, και γνώρισα πολύ κόσμο, με τον οποίο κατάφερα να συναναστραφώ επί ίσοις όροις· σπάζοντας δηλαδή το πολιτισμικό φράγμα που υψούντο ανάμεσά μάς. Τους υποχρέωσα να παύσουν να με βλέπουν ως κάποιο απόκοσμο ον, και αντί αυτού, να με δουν σαν έναν συνάνθρωπο που δεν διαφέρει σε τίποτε από αυτούς ειμή στο χρώμα του δέρματος.
Σημαντικότατο ρόλο σε αυτό έπαιξε η γλώσσα. Είχα καταβάλει σοβαρή προσπάθεια να μάθω να χειρίζομαι την λαλιά των· και μέχρι εκείνη την στιγμή είχα ήδη μάθει αρκετά κισουαχίλικα όπως πραγματοποιώ ανετούτσικα μία απλή συζήτηση. Αυτό δεν με βοήθησε μόνο στο να περατώνω την επικοινωνία μου μαζί τών για τις βασικές, καθημερινές μου υποθέσεις, αλλά επίσης, και πιο πολύ ίσως, στο να γεφυρώσω τις διαθέσεις των απέναντί μού. Απευθείας θερμαίνονταν αυτές των οι διαθέσεις στο άκουσμα δύο ή τριών μόνο λέξεων που θα πρόφερα στην γλώσσα των.
Αυτό το παρατήρησα κάλλιστα τότε που για πρώτη φορά ευρέθηκα στο μέρος εκείνο που θα γινόταν στέκι μου σε αυτή την πόλη: το Στάδιο του Σεΐχη Αμρί Αμπεΐντ. Εκεί μαζεύονταν κάθε απόγευμα, όταν δεν είχε αγώνα, μπόλικοι αθλητές, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, για προπόνηση. Και σε μία απόμερη γωνία της κερκίδας, μαζεύονταν και κάποιοι άλλοι μόρτηδες για χασισοποτία.
Το λοιπόν, πρώτη φορά εκειπέρα με έφερε ο Δαβίδ: ένας ωραίος τυπάκος που γνώρισα στον δρόμο και με πήρε παρέα να πιούμε ένα τσιγαράκι. Με-το-που στρογγυλοκαθίσαμε σε ένα από τα τσιμεντένια κράσπεδα της εξέδρας, αναστατώθηκαν κατιτί τα αλάνια που κάθονταν ανάγυρα, και πήραν να μού ρίχνουν συνεχή, κλεφτά, φιλύποπτα κοιτάγματα. Όταν πια είχα στρίψει τον μπάφο και τον έσκασα, ένας εξ αυτών ενεστάθη κατά του Δαβίδ. Κατάλαβα ότι τού την έλεγε επειδή με είχε φέρει εμένα, τον μουζούνγκο, εκειπέρα. Ο Δαβίδ πάλι, δεν καταλάβαινα το τι ακριβώς τού έλεγε, αλλά κάπως σαν να με δικαιολογούσε για λογαριασμό του.
Η μεγάλη αλλαγή ήλθε όταν εξεπίτηδες άνοιξα το στόμα μου και είπα κάτι άσχετο στα κισουαχίλικα. Μονοστιγμίς διεκόπη τότε ο λογοφερμός μεταξύ των άλλων, που είχε τω μεταξύ ζεσταθεί. Μία συνάθροιση έκθαμβων και απορούντων βλεμμάτων συγκεντρώθηκε πάνω μού. Κανείς δεν φάνηκε να ενοχλείται από την παρουσία μου για το υπόλοιπο του απογεύματος. Αλλά πολλή διακριτική προσοχή είχε επικεντρωθεί από μέρους των σε μένα. Σε μία φάση υπέκλεψα μία φράση που κάποιος των, πιο δίπλα, έλεγε σε έναν άλλον, και αφορούσε εμένα: «Yeye si mzungu, yeye mzungu mswahili»· πράγμα που σήμαινε κάτι σαν «Αυτός δεν είναι μουζούνγκος, είναι Σουαχίλιος μουζούνγκος».
Έτσι και ένα άλλο βραδάκι, θυμάμαι που την είχα πέσει μοναχός μού στο ανώτερο στρώμα αυτής της εξέδρας. Καθόμουν εκεί με την συντροφιά των ονειρογόνων ντουμανιών της μαριχουάνας, να συλλογούμαι πράγματα όπως ο χρόνος και η κίνηση. Τώρα είμαι εδώ, αύριο θα είμαι εκεί, συλλογίστηκα ενώ τηρούσα την αίγλη εκείνου του αγαστού, κωνικού γίγαντα που στεκόταν αγέρωχος πέρα από το βορινό όριο της πολιτείας: το Ηφαίστειο Μέρου: το τέταρτο υψηλότερο όρος της Αφρικανικής Ηπείρου.