Αφότου, με-τα-πολλά, τελειώσαμε με τα ψώνια, κινήσαμε. Οδηγούσαμε αδιάκοπα για καμμια-ώρα, μέχρι που συναντήσαμε μία πύλη. Έφερε πάνω τής την επιγραφή KARIBU ENEO LA HIFADHI YA NGORONGORO. Εκεί ήταν ο σημερινός μας προορισμός. Στάθμευσα το αμάξι και μπήκα μέσα στο γραφείο παραπλεύρως της πύλης. Εκεί στήθηκα στην ουρά, πίσω από καμπόσους κολαούζους που περίμεναν ήδη. Με-το-που ήλθε η σειρά μου, το πρώτο πράμμα που άκουσα από τον γραφιά ήταν ερώτηση περί του πού είναι ο κολαούζος μου. Και αφού τον πληροφόρησα πως ήμασταν μόνοι, με δικό μας όχημα και χωρίς κολαούζο, το δεύτερο ήταν ότι απαγορεύεται να εισέλθουμε μόνοι μας. Αυτό εννοείται το ήξερα ήδη. Επίσης εννοείται ότι, παίρνοντας τον πιο εκπεπληγμένο μορφασμό που μπορούσα να πάρω χωρίς να έχω εκπλαγεί, τού είπα «εεε, δεν είχαμε ιδέα!».
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Κάμποση ώρα μείναμε να λογοφέρνουμε με τον γραφιά. Εν τέλει, αφού του εξήγησα ότι δεν είμαστε μικρά παιδιά ούτε πλούσιοι χαζοτουρίστες, έχουμε GPS, θα τηρήσουμε όλους τους κανονισμούς, και τα λοιπά και τα λοιπά… κάναμε την χαρτοδουλειά και μάς επετράπη η είσοδος. Το μόνο που πήγε στραβά ήταν ότι δεν θα μπορούσαμε να γλιτώσουμε τα λεφτά της κατασκήνωσης με το να κοιμηθούμε στο αμάξι ― ως ήταν το σχέδιο ― διότι υποχρεωθήκαμε να τα πληρώσουμε προκαταβολικά επ’ εισόδου. Έτσι λοιπόν, πήραμε το αμάξι και μπήκαμε στην προστατευόμενη περιοχή του Νγκορονγκόρο· τμήμα του ευρύτερου οικοσυστήματος του Σερενγκέτι, που αποτελεί κατά πολλούς το ενδοξότερο βασίλειο άγριας ζωής στον πλανήτη.
Δεν χρειάστηκε να οδηγήσουμε πάνω από ένα λεπτό, και τα πρώτα ζωντανά ήταν εκεί να μας υποδεχθούν. Δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο· μόνο μία μεγάλη οικογένεια μπαμπουίνων. Πάντοτε είναι ωστόσο ευχάριστο να παρατηρείς τις συμπεριφορές αυτών των αστείων πρωτευόντων. Όπως εκεί: που μία μητέρα μπαμπουίνα καθόταν πάνω σε ένα πεζούλι με την ουρά της να κρέμεται αποκάτω. Ένα από τα μικρά της τής είχε γαντζωθεί στην ουρά και προσπαθούσε να αναρριχηθεί πάνω στο πεζούλι κι αυτό. Και θα τα κατάφερνε το-δίχως-άλλο, εάν δεν ήταν το αδελφάκι του, που το είχε αρπάξει από την ουρά και το τραβούσε προς τα κάτω, εμποδίζοντας το να ανέβει. Και δεν το άφηνε με-τίποτε. Το είχε βάλει πείσμα, και υπέφερε τις κλωτσιές που τού έπεφταν βροχή στο πρόσωπό από το μαχόμενο να αναρριχηθεί πιθηκάκι. Μετά από σκληρό αγώνα, το κάτω υπερίσχυσε. Σώριασε το άλλο κατάχαμα και πήγε να ανέβει το ίδιο πρώτο. Αλλά και το άλλο το πρόλαβε στο παρατσάκ, και άρχισε εκ νέου η μάχη, με τις θέσεις αντεστραμμένες. Δεν μείναμε να δούμε την τελική έκβαση. Ο αγώνας προδιαγραφόταν μαραθώνιος.
Συνεχίσαμε προς τα ενδότερα του πάρκου, και σύντομα στεκόμασταν να ατενίζουμε το μέγα εκείνο θαύμα, που είναι το κύριο αξιοθέατο της περιοχής και στο οποίο το πάρκο οφείλει το όνομά του: τον κρατήρα Νγκορονγκόρο. Η ονομασία αυτή προέρχεται από την μασαϊκή γλώσσα, και σημαίνει το δώρο της ζωής (συμπεραίνω το νγκόρο και το νγκόρο είναι ομώνυμα). Πρόκειται για την μεγαλύτερη ηφαιστειακή καλδέρα του κόσμου. Αυτό που βλέπαμε μπροστά μάς ήταν μία τεράστια δολίνη βάθους 610 μέτρων. Ο επίπεδος πυθμένας της ευρίσκεται σε υψόμετρο 1800 μέτρων και καταλαμβάνει μία έκταση 260 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Καλύπτεται από καταπράσινη χλόη, λίμνες και νερολάκκους, και αραιά δασύλλια ξανθόφλοιας ακακίας. Αποτελεί σπίτι για 25 περίπου χιλιάδες μεγάλα θηλαστικά.
Αφού συνήλθαμε από την αποχαύνωση που αναπόφευκτα σε συνεπαίρνει θωρώντας τοιούτο εξώκοσμο, επιβλητικό θέαμα, πήραμε τον φιδωτό χωματόδρομο που κατηφόριζε εντός του κρατήρα. Όταν είχα πρωτοεκφράσει στην φίλη μου την άποψη μου ― ότι είναι καλύτερα να έρθουμε στο πάρκο ανεξάρτητοι ― αυτή ενεστάθη πως ίσως θα ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε τα ζώα χωρίς οδηγό. Την βεβαίωσα ωστόσο ότι δεν θα ήταν καθόλου έτσι.
Πράγματι, κανα-μισάωρο από την στιγμή που ηγγίσαμε τον πάτο του αρχαίου ηφαιστείου, το σκηνικό είχε ως εξής: «Τι είναι αυτά; …Α, πάλι ζέβρες ― Και αυτά τα άλλα εκειπέρα; …Α, ξανά αντιλόπες ― Προς τα εκεί μήπως τίποτε ενδιαφέρον; …Μαλακίες, κι άλλοι βούβαλοι.» Οι αριθμοί των οπληφόρων ήταν εξωφρενικοί. Ο τόπος όλος ήταν τόσο γεμάτος από δαύτα, που εν συγκρίσει έκαναν τις γάτες της Κωνσταντινούπολης ή τα περιστέρια της Βενετίας να φαντάζουν είδη προς εξαφάνιση.
Τα λιοντάρια του κρατήρα πρέπει να είναι τα πιο ευτυχή του κόσμου. Αυτή την εντύπωση μού προξένησε ένας μακρυγένης λέων, που κάμποση ώρα τον χαζεύαμε να ηλιάζεται ξαπλωτός στην χλόη, βαθιά ικανοποιημένος με την ύπαρξή του καθώς απολάμβανε την μεσημεριανή του χώνευση.
Κατά το ηλιοβασίλεμα, ήμασταν πάλι πάνω, στην κατασκήνωση, που ευρισκόταν σε ένα πανέμορφο λιβαδάκι στο χείλος του κρατήρα. Μετά από φαΐ, πιοτό, και μουσική, πέσαμε για ύπνο. Γαληνοτάτως κοιμήθηκα τελικά εκείνη την νύχτα ― παρά έναν ελαφρύ τόνο ανησυχίας που μού είχε συνεπιφέρει η διέλευση μίας ελεφαντίνας, που νωρίτερα αποφάσισε να κάνει τσάρκα καταμεσής της κατασκήνωσης, ελισσόμενη ξυστά ανάμεσα στις σκηνές.